Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπὶ τὸ πρηνές

См. также в других словарях:

  • πρηνής — ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α (κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»